- σκοτερή
- σκοτερόςfem nom/voc sg (epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σκοτερός — ή, ό, και ποιητ. τ. θηλ. σκοτερά, Ν σκοτεινός, σκότιος («ήτανε νύχτα σκοτερή στα ουράνια», Εφταλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < σκότος + επίθημα ερός (πρβλ. ζοφ ερός)] … Dictionary of Greek